ΚΕΙΜΕΝΑ

Φίλε….

Φίλε

κλαίω για τους νεκρούς

για τους άταφους

τους χαμένους

ίδιο χρώμα το αίμα

ίδιος πόνος η σιωπή

Κύπρος, Παλαιστίνη, Ισραήλ, Ιράκ, Αφγανιστάν

παντού

ίδιος αίμα, ίδια σιωπή, ίδιος πόνος

Φίλε

το δάκρυ κυλάει το ίδιο

ποτίζει τη γη

ίδιο χώμα, ίδια γεύση, ίδιο λουλούδι ανθεί

Λιβύη, Ουκρανία, Ρωσία, Χιλή

παντού

Φίλε..

“Τι να σου πω..”

Τι να σου πω παιδί μου

Τι να σου πω

Βλέπω τα μάτια σου

Και ντρέπομαι

Βλέπω το αίμα σου στο μέτωπο

Και λυγίζω

Τι να σου πω ακριβε μου

Τι να σου πω

Ποιος θάνατος σε γέννησε

Ποιο μαύρο κύμα

Ποιο κοράκι σε μαγάρησε

Πουλί μου

Παιχνίδι στα χέρια σου δεν είδα

Χαμόγελο πικρό

Όνειρα δεν σε ακούμπησαν

Ταξίδι δεν θα κάνεις

Καρδιά μου, μονακριβε μου

Άψυχο κορμί σε χαλάσματα

Πέτρα έγινες

Σκόνη και σίδερα γεμάτος

Σφαίρες και αίμα

Ψυχή μου συγχώρεσε με

Ψυχή μου …

(tabou)

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΑΛΛΟ

“ΠΡΩΙΝΟΣ ΓΟΛΓΟΘΑΣ”

Σκάσε. Σκάσε ρε είπα. Σταμάτα να μπαίνεις βίαια μέσα στα αυτιά μου, Δεν σε αντέχω. Ουφ Θεέ μου, ως πότε θα το ακούω. Τα ίδια και τα ίδια κάθε πρωί, ο ίδιος επαναλαμβανόμενος ήχος σαν στριγκλιά χαλασμένης μηχανής βενζίνης, σαν εκείνα τα αυτοκίνητα που οι πατεράδες μας δεν τα αλλάζουν για ιστορικούς λόγους. Ουφ!! Σκάσε ρε λέω!! Αλλά όσο και αν φωνάζω δεν λέει να σταματήσει, δεν λέει να κάνει τον ήχο του πιο χαλαρό, πιο ευχάριστο. Σαν κελάηδισμα πουλιού ας πούμε, ας είναι και κάργιας, δεν με χαλάει. Αλλά που θα πάει, θα πάω στο ΙΚΕΑ ένα απόγευμα και θα το αλλάξω. Θα πάρω ένα με ήχο πετεινού. Αφού ξυπνάω κάθε πρωί, αφού θα σηκωθώ που θα σηκωθώ, ας χτυπάει το ξυπνητήρι σε ήχο ανοιξιάτικης ορχήστρας στην Αριστοτέλους. Ένα νέο ξυπνητήρι λοιπόν, ναι, αυτή θα είναι η επόμενή μου αγορά. Απλώνω το χέρι μου και το κλείνω. Το κλείνω; μάλλον το πετάω στο πάτωμα, κι ούτε καν πρόλαβα να δω την ώρα. Και δεν θυμάμαι τι ώρα το ρύθμισα χθες το βράδυ, 6; μήπως 6 και 15; και αν το έβαλα 6 και 15 , πόση ώρα χτυπούσε και προσπαθούσα να το κοροϊδέψω;. πρέπει να σηκωθώ, να δω το μεγάλο ρολόι στο σαλόνι.

Προσπάθεια για να σηκωθώ, μάταια. Άλλη μία φορά, αλλά και πάλι μάταια. Το πάπλωμα δεν έλεγε να υπακούσει στην κοιμισμένη μου δύναμη. Είχε ξαπλώσει επάνω μου και χουζούρευε σε αυτό το πρωτοκαλοκαιρινό πρωινό. άλλη μία προσπάθεια και το πέταξα. Το κοίταξα θριαμβευτής καθώς κείτονταν κουλουριασμένο στο πάτωμα. Η ματιά μου, σαν της γάτας που κλέβει το ψάρι από τον ψαρά, το κοίταξε υποτιμητικά. Αλλά το ένοιωθα, ένοιωθα πως την τελευταία λέξη δεν την είχε πει ακόμα. Ήξερα πως το βράδυ θα έπαιρνε την εκδίκησή του. Καθώς έστρεφα το βλέμμα μου από το ξαπλωμένο πάπλωμα η ανάγκη για μια βόλτα στα “ιδιαίτερα του βασιλιά” άρχισε να γίνεται πιο έντονη. Έπρεπε, έπρεπε να “χτυπήσω” κάρτα πρώτα από εκεί….

Πάει κι αυτό, τελείωσε, άντε σιγά σιγά να αρχίσω να λειτουργώ. Ξέρεις εσύ, καφές, τσιγάρα , πρωινές ειδήσεις, χαλαρότητα και υπομονή. Ο καφές έτοιμος, τα τσιγάρα στην πρώτη γραμμή της μάχης και η τηλεόραση να παίζει τα ανδραγαθήματα της ένδοξης αλλά όπως πάντα ανά τους αιώνες καταδιωκόμενης και ταλαιπωρούμενης από σχέδια σκοτεινών συνομωσιών Ελλαδίτσας μας. Τα προσπερνάω, η Καλομοίρα εξάλλου δεν είναι στις άμεσες σκέψεις της μέρας. θα την σκεφτώ και θα την συζητήσω όταν ο καφές αρχίσει να ενεργεί. Το σχολείο ας περιμένει, η δουλειά με τα ζουζούνια μου ας μείνουν για λίγο στο πίσω μέρος του εγκεφάλου. Η ιερή απόλαυση του καφοτσίγαρου έχει προτεραιότητα…

Τελευταία ρουφηξιά του 3ου τσιγάρου, το κατακάθι χάσκει μόνο του στον πάτο του φλιτζανιού, τα μαρσαρίσματα των πρώτων αναχωρούντων εργαζομένων μπαίνουν μέσα από το παράθυρο. Κι εγώ ακόμα με τα πόδια επάνω στο τραπέζι, η τηλεόραση παίζει τώρα τον καιρό της ημέρας, ο ήλιος τρυπάει πλέον τις κουρτίνες του παραθύρου μου και τα μάτια μου ακούνητα να κοιτάνε το ταβάνι. Άντε, σήκω, σήκω να ντυθείς ακούγεται μια φωνή μέσα μου. Το κεφάλι γυρίζει πέρα δώθε, καρφώνονται στα ρούχα που είναι από την προηγούμενη πεταμένα στην άκρη του διθέσιου καναπέ. Μια παράκληση βγαίνει από μέσα μου ¨Ελάτε, ελάτε εδώ και φορεθείτε μόνα σας, ελάτε” Αλλά αυτά ακούνητα δεν λένε να μου κάνουν το χατίρι. Κοίταγμα εγώ, κοίταγμα αυτά, αλλά τίποτα. Η μάχη ήταν εξ αρχής χαμένη. Υπέκυψα στην ανωτερότητά τους. Σηκώθηκα, τα έπιασα με κάποια σχετική αδιαφορία για να μην δείξω την ήττα μου και με την χάρη ελέφαντα τα φόρεσα. Αργά, σαν ανάποδο στριπ τιζ, ένοιωσα το βάρος τους επάνω μου. Αυτό ήταν και το τελειωτικό τους χτύπημα. Με είχαν νικήσει κατά κράτος. Ένοιωθα το σαρκαστικό τους βαμβακερό γέλιο να χαϊδεύει πρόστυχα το αλαβάστρινο σώμα μου. Έπεσα ξανά στην πολυθρόνα νοιώθοντας την πλήρη αποσύνθεσή μου. Και ήταν ακόμα 7.40. Είχα περίπου 7 ώρες μπροστά μου μέχρι να ξαναγυρίσω στην αβάσταχτη τεμπελιά μου. Θεέ μου, άλλη μια μέρα που θα έπρεπε να κάνω υπομονή.

Που είναι; Που είναι; Θεέ μου γιατί με ταλαιπωρείς πρωινιάτικα; Που το έβαλα; Τώρα δα το είχα στα χέρια μου!!! Τώρα; Έκανα καφέ, άναψα τσιγάρο, μα που το έχασα το παλιό μαραφέτι; Η ματιά μου πέφτει επάνω στο τηλεκοντρόλ που ήταν ακριβώς κάτω από το σταχτοδοχείο. Μπρος στα μάτια μου! Δεν ξύπνησα ακόμα κι έχω τόσο δόμο να κάνω. Κλείνω την τηλεόραση, κλειδιά, σφυρίχτρα για το διάλειμμα , ανοίγω πόρτα, παίρνω μια μεγάλη ανάσα κι έφυγα. Το ασανσέρ με περίμενε στον όροφο. Ούτε αυτό ήταν με το μέρος μου σήμερα. Βιαζόταν να με διώξει από την πολυκατοικία λες και μόλυνα τον αέρα με την βαρεμάρα μου. Λες να είναι έτσι, λες να με μισούν ακόμα και οι τοίχοι; Η μάνα μου θυμάμαι είχε τέτοιες δεισιδαιμονίες. Κάθε τόσο ερχόταν ο παπάς της γειτονιάς και έβγαζε χαρτζιλίκι, αφού έλεγε μερικές αγιαστούρες πριν. Αγιασμός, ναι, ίσως αυτό θα έπρεπε να κάνω κι εγώ. Έναν αγιασμό να φύγουν τα κακά κέφια.

Έφτασα στο ισόγειο. Ερημιά. Θα μου πεις ποιος να περιμένει το ασανσέρ τέτοια ώρα να πάει προς τα πάνω, όλοι προς τα κάτω πηγαίνουν τέτοια ώρα. Όλοι τρέχουν να προλάβουν το μεροκάματο, το αφεντικό που ουρλιάζει ή έστω την γκόμενα που περιμένει στην στάση κάθε πρωί. Όλοι τρέχουν και δεν παρατηρούν το σωρό με τα διαφημιστικά που ρίχνουν καθημερινά κάτω από την πόρτα της κεντρικής εισόδου. Εγώ όμως τα παρατηρώ, τα χαζεύω. Που και που παίρνω κανένα φυλλάδιο από σούπερ μάρκετ για να θυμίσω στον εαυτό μου ότι πρέπει κάποια στιγμή να γίνω καταναλωτής.

Ανοίγω την εξώπορτα της πολυκατοικίας αφού ρίχνω μία τελευταία ματιά στην ησυχία του ισογείου. «θα ξανάρθω» του ψιθυρίζω, «μην αλλάξεις τίποτα» . Η συμφωνία μεταξύ μας πάντα ισχύει, ποτέ δεν την έχει παραβιάσει. Γι αυτό κι εγώ το σέβομαι. Δεν το καθαρίζω ποτέ, δεν μαζεύω τα σκουπιδάκια του, και τα φυλλάδια τα αφήνω πάντα εκεί που πέφτουν. Πρέπει να κρατηθεί η συμφωνία αυτή και από την πλευρά μου.

Η πόρτα κλείνει ΄πίσω μου και μία ανατριχίλα διαπερνά την ραχοκοκαλιά μου. Η πόρτα της φυλακής έκλεισε, είμαι στην ελευθερία της μέρας ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Μήπως μπαίνω στο τρελό φαράγγι χωρίς αδιέξοδο της μέρας; Μήπως εγκλωβίζομαι σε ένα ένα παιχνίδι που ο μοναδικός νικητής του παιχνιδιού είναι η κούραση; Αναπάντητα ερωτήματα που δεν υπάρχει χρόνος να τα απαντήσω τέτοια ώρα. Το αυτοκίνητο με χαζεύει, το χαζεύω κι εγώ. “Ανέβα” μου σφυρίζει πονηρά. Κάνω τον Κινέζο, κοιτάω τα λάστιχα, κοιτάω τον δρόμο, τον ουρανό αλλά με τίποτα δεν βάζω το δάχτυλο στον ξεχαρβαλωμένο μου συναγερμό για να ανοίξει η πόρτα του αυτοκινήτου και να με εγκλωβίσει για την επόμενη ώρα. Το σκέφτομαι αλλά όπως πάντα η υποχρέωση της μέρας με νικά, τουτ τουτ… και το αυτοκίνητο χαμογελά με τα φώτα του, ένδειξη ότι είναι έτοιμο να με υπακούσει από δω και πέρα. Με κοροϊδεύει, ξέρει πως ότι και να σκεφτώ αυτό θα πάρει καθημερινό του δρόμο για το σχολείο.”